Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πάρθιος — α, ο [Πάρθα] 1. ο παρθικός 2. φρ. «πάρθιο βέλος» μτφ. ξαφνικό και ύπουλο χτύπημα … Dictionary of Greek